κυτταρινικός

κυτταρινικός
-ή, -ό
αυτός που έχει τη φύση τής κυτταρίνης ή αυτός που περιέχει κυτταρίνη («κυτταρινικά βερνίκια» — προϊόντα από νιτρική ή οξική κυτταρίνη, διαλυμένη σε έναν πτητικό διαλύτη, και από κατάλληλες ρητίνες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη διαφόρων επιφανειών).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυτταρινικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρίνη, ή αυτός που την περιέχει: Ζήτησαν κυτταρινικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”